Σελίδες

Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2008

ΦΑΝΕΡΕΣ ΚΑΙ ΚΡΥΦΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ

Ομλία του Θέμη Κοτσιφάκη, Γ. Γραμματέα του Δ.Σ. της ΟΛΜΕ, στο σεμινάριο «Ιδιωτικοποίηση στην εκπαίδευση», που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 5ου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Φόρουμ στο Μάλμοε της Σουηδίας (Σεπτέμβρης 2008)

Η μορφή που παίρνει η διάκριση ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό σε ό,τι αφορά την εκπαίδευση είναι καθοριστικής σημασίας όχι μόνο για το χαρακτήρα της εκπαίδευσης, αλλά και για τη συνολική φυσιογνωμία της κοινωνίας. Σε μια περίοδο που σημαντικές κατακτήσεις των εργαζομένων επιχειρείται να ισοπεδωθούν κάτω από τον οδοστρωτήρα της καπιταλιστικής αγοράς, όταν το «Κράτος Πρόνοιας» εγκαταλείπεται και αποδομείται ακόμη και από τις πολιτικές δυνάμεις που το προώθησαν, είναι αναμενόμενο αποτέλεσμα η διάβρωση του δημόσιου σχολείου και η ενίσχυση της ιδιωτικής εκπαίδευσης με ποικίλους τρόπους, ορατούς ή μη.

Πρακτικές ιδιωτικοποίησης στην εκπαίδευση προωθούν ανοικτά, αλλά και συγκαλυμμένα, διεθνείς θεσμοί και ιδρύματα που εκφράζουν, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, τις επιδιώξεις του μεγάλου κεφαλαίου, όπως είναι ο ΟΟΣΑ, η Διεθνής Τράπεζα κ.λπ. Μέσω των κατευθύνσεων της εκπαιδευτικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης ασκούνται στα κράτη μέλη ισχυρές πιέσεις προς την ίδια κατεύθυνση.


Στην Ελλάδα, παρά τις δεσμεύσεις, ακόμη και συνταγματικές, με τις οποίες κατά καιρούς επιχειρήθηκε να διασφαλιστεί ο δημόσιος χαρακτήρας της εκπαίδευσης και παρά τους σκληρούς αγώνες που δόθηκαν για την προάσπιση και τη διεύρυνσή του, σήμερα αντιμετωπίζουμε την πιο σοβαρή απόπειρα αμφισβήτησής του.

Είναι χαρακτηριστικό πως η ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης όχι μόνο περνάει μέσα και από «κρυφές» διαδικασίες και τρόπους, αλλά παρουσιάζεται τις περισσότερες φορές ως εκσυχρονισμός. H λογική της αγοράς έρχεται ως το «νέο» και το σύγχρονο απέναντι στο δημόσιο που εμφανίζεται ως παρωχημένο για τις ανάγκες της σύγχρονης κοινωνίας. Στην πραγματικότητα, βέβαια, είναι ξεπερασμένο για τις ανάγκες των επιχειρήσεων και της αγοράς. Η ιδεολογική επίθεση που στοχεύει την επιβολή του ιδιωτικού χρησιμοποιεί όρους όπως «καινοτομία», «αυτονομία», «αποκέντρωση», «διαβούλευση», «διάλογος», «αξιολόγηση», «έξυπνο σχολείο» κ.ά., πού έχουν στην κοινωνία θετικές αναφορές και αποδοχή. Κάτω από αυτούς τους όρους κρύβεται σε μεγάλο βαθμό ο «δούρειος ίππος» της ιδιωτικοποίησης.

Στη χώρα μας η παράδοση υπέρ του δημόσιου χαρακτήρα της εκπαίδευσης είναι πολύ ισχυρή και κάθε προσπάθεια αμφισβήτησής του συναντά και θα συναντήσει και στο μέλλον ισχυρές αντιστάσεις από τον ελληνικό λαό και ιδιαίτερα από το εκπαιδευτικό κίνημα. Έχει όμως μεγάλη σημασία αυτός ο αγώνας να κατευθύνεται από μια επαρκή ανάλυση των διαδικασιών μέσω των οποίων επιδιώκεται σήμερα η υπονόμευση της δημόσιας εκπαίδευσης.

1. Ένας από τους βασικότερους παράγοντες που συμβάλλουν στην ενίσχυση της ιδιωτικής εκπαίδευσης είναι η υποβάθμιση και απαξίωση της δημόσιας εκπαίδευσης. Η υποχρηματοδότηση της δημόσιας εκπαίδευσης (οι δημόσιες δαπάνες παιδείας στην Ελλάδα είναι μόλις στο 3,1% του ΑΕΠ) είναι ο σημαντικότερος λόγος της υποβάθμισής της. Δεν είναι όμως ο μόνος. Οι ελλείψεις στην κτιριακή υποδομή και τον εξοπλισμό των σχολείων, οι καθυστερήσεις στην κάλυψη των κενών στο διδακτικό προσωπικό με την έναρξη του σχολικού έτους, οι ανεπάρκειες στην οργάνωση και διοίκηση της εκπαίδευσης και των σχολικών μονάδων, η έλλειψη ικανών πόρων για τις λειτουργικές δαπάνες των σχολείων, η ελλιπής κατάρτιση και η απουσία της επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών, συνολικότερα η οικονομική και κοινωνική υποβάθμισή τους, οι πρόχειρες και εσπευσμένες αλλαγές χωρίς σοβαρή μελέτη και διάλογο είναι μερικοί μόνο από τους παράγοντες που οδηγούν στη σταδιακή απαξίωση του δημόσιου σχολείου και ωθούν πολλούς γονείς στην αναζήτηση του «καλού ιδιωτικού». Στην τάση αυτή συμβάλλει και μια «μυθολογία» που αναπτύσσεται κυρίως από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, που εξιδανικεύει την ιδιωτική εκπαίδευση και αδιαφορεί για τα –σημαντικά, πολλές φορές- επιτεύγματα της δημόσιας. Ο αγώνας για άρση όλων αυτών των εμποδίων και για τη διασφάλιση μιας ποιοτικά αναβαθμισμένης δημόσιας εκπαίδευσης είναι ο μόνος δρόμος για τη συρρίκνωση της ιδιωτικής εκπαίδευσης.

2. Παράλληλα, η ενίσχυση των εξεταστικών φραγμών εκλαμβάνεται συχνά από μαθητές και γονείς ως έμμεση παρώθηση για προσφυγή σε ιδιωτικό φροντιστήριο. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της καθιέρωσης της βαθμολογικής βάσης του «10», για την είσοδο στα πανεπιστήμια οδήγησε στην ενίσχυση της φροντιστηριακής αγοράς. Η μείωση, επίσης, των ωρών διδασκαλίας της δεύτερης ξένης γλώσσας στο Γυμνάσιο πριμοδοτεί ακόμη περισσότερο τα φροντιστήρια ξένων γλωσσών.

3. Ένας άλλος σοβαρός κίνδυνος προκύπτει από τον τρόπο με τον οποίο σχεδιάστηκε η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού και του εκπαιδευτικού έργου. Η εμπειρία που έχουμε από άλλες χώρες είναι πολύ σημαντική. Εκεί ανάλογες προσπάθειες, όπως η «δημοσιοποίηση» των αποτελεσμάτων κάθε σχολείου σε εθνικής κλίμακας εξετάσεις οδήγησε σε ταξινόμηση των σχολείων σε διαφορετικές κατηγορίες, οι οποίες όμως σε μεγάλο βαθμό δεν εκφράζουν παρά τις ευρύτερες κοινωνικές, οικονομικές και μορφωτικές ανισότητες, που επηρεάζουν και τις επιδόσεις των μαθητών. Όμως με τη σειρά της η δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων και των πινάκων «κατάταξης» των σχολείων δημιούργησε αλυσιδωτές επιπτώσεις, καθώς οι γονείς των μαθητών που είχαν υψηλές εκπαιδευτικές επιδιώξεις προσπάθησαν με κάθε τρόπο να εξασφαλίσουν για τα παιδιά τους μια θέση σε κάποιο από τα σχολεία της «πρώτης ταχύτητας». Το αποτέλεσμα ήταν να διευρυνθούν οι ανισότητες ανάμεσα στα σχολεία και να προκύψουν σχολεία διαφορετικών ταχυτήτων. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Βρετανίας.

4. Τα συστήματα «αποκέντρωσης» της εκπαιδευτικής λειτουργίας και η δήθεν «παιδαγωγική αυτονομία του σχολείου», που κατά καιρούς επιχείρησαν να προωθήσουν διάφορες κυβερνήσεις, έδειξαν ότι ο βασικός στόχος δεν ήταν μια δημοκρατική και συμμετοχική οργανωτική και διοικητική δομή, αλλά η μεταβίβαση στην περιφέρεια των ευθυνών και της χρηματοδότησης της εκπαίδευσης, με την προοπτική να επιβληθεί η συμμετοχή των γονέων και της τοπικής κοινωνίας στην κάλυψη των οικονομικών αναγκών που αντιμετωπίζουν τα σχολεία. Να καταστούν, τελικά, όλοι στον ίδιο βαθμό συνυπεύθυνοι για τα προβλήματα που δημιουργεί στο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα η ακολουθούμενη πολιτική και η υποχρηματοδότησή του από τις κυβερνήσεις.

5. Στο εκπαιδευτικό τοπίο εισβάλλουν ολοένα και περισσότερο και οι επιχειρήσεις, που μερικές φορές αναλαμβάνουν – με το αζημίωτο, φυσικά – να καλύψουν κάποιες από τις βασικές ανάγκες λειτουργίας των σχολείων. Η σύσφιγξη των σχέσεων ανάμεσα στην εκπαίδευση και τις επιχειρήσεις είναι πιο ορατή σε τομείς της τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης και, βέβαια, της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Ακόμη και μέσα από διάφορα «καινοτόμα» προγράμματα που όντως μπορούν να συνεισφέρουν σημαντικά στην εκπαιδευτική διαδικασία, όπως η περιβαλλοντική εκπαίδευση, η αγωγή και προαγωγή υγείας κ.ά., ιδιωτικές εταιρείες εμφανίζονται υπό τη μορφή χορηγών ή και χρηματοδοτούνται απευθείας από κοινοτικά κονδύλια για να υλοποιήσουν προγράμματα στα σχολεία, (π.χ. μεγάλη πολυεθνική εταιρεία αυτοκινήτων οργανώνει πρόγραμμα και εκδίδει εκπαιδευτικό υλικό για πρόγραμμα οδικής ασφάλειας, εταιρεία φαστ φουντ οργανώνει πρόγραμμα διατροφής (!) κ.λπ.). Ιδιαίτερη αναφορά χρειάζεται να γίνει στον τομέα της πληροφορικής, όπου μέσα από κεντρική προνομιακή συμφωνία της κυβέρνησης με γνωστή πολυεθνική εταιρεία που παράγει λογισμικό, για την αποκλειστική προμήθεια των προϊόντων της στην εκπαίδευση, επιχειρείται η πλήρης οικονομική αλλά και ιδεολογική εξάρτηση της εκπαίδευσης και του περιεχομένου των σπουδών, και αυτό είναι πολύ επικίνδυνο.

6. Πολλά από τα μοντέλα οργάνωσης και διοίκησης της σχολικής μονάδας που προωθούνται τελευταία από το Υπουργείο Παιδείας και από ευρωπαϊκά προγράμματα βασίζονται στη λογική ενός τεχνοκρατικού «μάνατζμεντ», που αντιλαμβάνεται το σχολείο σαν μια επιχείρηση που πρέπει να λειτουργεί με βάση τους νόμους της αγοράς και να εφαρμόζει τεχνικές «διαχείρισης των ανθρώπινων πόρων» σύμφωνα με τις εντολές της ιεραρχίας.

7. Η ιδιαίτερη φροντίδα με την οποία περιβάλλει η Κυβέρνηση την ιδιωτική εκπαίδευση αποτελεί πρόκληση για τον ελληνικό λαό, που βλέπει, από την άλλη πλευρά, τη συνεχή υποβάθμιση της δημόσιας εκπαίδευσης και την αδιαφορία της πολιτείας για την άμεση επίλυση των οξύτατων προβλημάτων που αντιμετωπίζει. Επισημαίνουμε την απόφαση για χρηματοδότηση των ιδιωτικών Ινστιτούτων Επαγγελματικής Κατάρτισης για πρώτη φορά από τους κοινοτικούς πόρους. Υπενθυμίζουμε, επίσης, την απόφαση για απελευθέρωση των διδάκτρων στα ιδιωτικά σχολεία, τη δυνατότητα που παρέχεται στους ιδιοκτήτες τους να συστεγάζουν και να θέτουν σε λειτουργία φροντιστήρια, ενώ στο εξής θα μπορούν να αξιοποιούν και τους κοινοτικούς πόρους για την οργάνωση προγραμμάτων ενισχυτικής διδασκαλίας και πρόσθετης διδακτικής στήριξης.

8. Οι προωθούμενες συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ) στην ανέγερση σχολείων με την δυνατότητα σε αυτά να αναπτυχθούν κερδοφόρες υπηρεσίες όπως πάρκινγκ αυτοκινήτων, ίντερνετ καφέ κ.λπ. Η εκμετάλλευση των υπηρεσιών αυτών και η συντήρηση των σχολείων θα ανήκουν για αρκετά χρόνια στις εταιρείες που ανέλαβαν την κατασκευή τους.

9. Η παραχώρηση σε ιδιώτες υπηρεσιών, σε πρώτη φάση μη εκπαιδευτικών, όπως ο καθαρισμός των σχολείων, μισθοδοσία του προσωπικού κ.ά.. Πρόσφατα η κυβέρνηση με νόμο και εντελώς ξαφνικά, μέσα από τροπολογία σε άλλο νομοσχέδιο, παρέδωσε την καθαριότητα των σχολείων σε ιδιωτικά συνεργεία.

Και ενώ αυτά συμβαίνουν στο χώρο της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, στην τριτοβάθμια επιχειρήθηκε να αλλάξει το Άρθρο 16 του Ελληνικού Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο η Τριτοβάθμια Εκπαίδευση αποτελεί υποχρέωση του κράτους και πρέπει να παρέχεται μόνο από Δημόσια Πανεπιστήμια και δωρεάν –χωρίς δίδακτρα- σε όλους τους φοιτητές.

Το άρθρο 16 του Συντάγματος της χώρας μας κατοχυρώνει τον αποκλειστικά δημόσιο χαρακτήρα της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης και γενικότερα – σε νομικό επίπεδο – τη δωρεάν εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες ως υποχρέωση του Κράτους. Με την αναθεώρηση του άρθρου 16, που προώθησε η κυβέρνηση με τη στήριξη της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αλλά ακύρωσε με τη δράση του το ενωμένο εκπαιδευτικό κίνημα, θα παραχωρούνταν νέα πεδία κερδοφορίας στο κεφάλαιο με τη δυνατότητα ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων. Είναι παραπάνω από βέβαιο - παρά την αποπροσανατολιστική επιχειρηματολογία των εισηγητών για ίδρυση «μη κερδοσκοπικών», «μη κρατικών» πανεπιστημίων– ότι θα επιβάλλονταν σε αυτά υψηλά δίδακτρα, και θα γιγαντώνονταν, επομένως, οι ταξικοί φραγμοί στην εκπαίδευση, αφού θα μπορούν να σπουδάζουν σ’ αυτά μόνο όσοι έχουν αντίστοιχες οικονομικές δυνατότητες.

Η πιο σημαντική, όμως, ανατροπή και επιδίωξη αφορά την ίδια τη δημόσια Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, τις λειτουργίες και τον προσανατολισμό της. Με μοχλό την προσπάθεια να κατοχυρωθεί, και μέσα από το Σύνταγμα, ενιαία αξιολόγηση με βάση τις ανάγκες και τις προτεραιότητες της αγοράς, τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια θα γίνουν ο καταλύτης για την επιχειρηματική άλωση και την υποταγή των δημόσιων πανεπιστημίων στα άμεσα συμφέροντα και την κερδοφορία του κεφαλαίου. Το κεντρικό νεοφιλελεύθερο δόγμα, που ενέπνεε και την παρούσα συνταγματική αναθεώρηση, δομείται άλλωστε πάνω στην αντίληψη ότι δεν μπορεί να υφίστανται πλέον κοινωνικά δικαιώματα παρά μόνον ατομικές δυνατότητες, που αναδεικνύονται μέσα από τις λειτουργίες της αγοράς.

Μετά την ακύρωση της αναθεώρησης του Συντάγματος στο θέμα αυτό, η κυβέρνηση επανήλθε για να νομιμοποιήσει διάφορες εμπορικές επιχειρήσεις που λειτουργούν στη χώρα μας ως Κέντρα Ελευθέρων Σπουδών. Με πρόσφατο νέο νόμο και σε συνδυασμό με την Ευρωπαϊκή Οδηγία 36/2005, επιχειρείται να δοθούν ίδια επαγγελματικά δικαιώματα σε απόφοιτους πάσης φύσης ιδιωτικών κέντρων και κολλεγίων με αυτά των αποφοίτων πανεπιστημίων.

Συμπερασματικά, στο φόντο της νεοφιλελεύθερης αντίληψης για «ισότιμη» αντιμετώπιση του δημόσιου τομέα με τον ιδιωτικό γίνεται ολοένα και πιο ευδιάκριτο ένα ιδιωτικό σχολείο και ένα πανεπιστήμιο - σουπερμάρκετ, που θα ανταποκρίνεται εξατομικευμένα στις εκπαιδευτικές ανάγκες των «πελατών» του με βάση την τρέχουσα συγκυρία και θα παρέχει τις υπηρεσίες του με το σύστημα των κουπονιών.

Απέναντι όμως σε αυτή την πολιτική το εκπαιδευτικό κίνημα θα πρέπει να συνεχίσει να διεκδικεί με συνέπεια ίσες ευκαιρίες στην εκπαίδευση για όλα τα παιδιά και τους νέους, και αντισταθμιστικές εκπαιδευτικές πολιτικές υπέρ των μη προνομιούχων κοινωνικά και οικονομικά στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας. Παράλληλα, πρέπει συνεχώς να αναλύουμε όλες τις «κρυφές» αυτές πλευρές της επιχειρούμενης ιδιωτικοποίησης, για να γίνονται αντιληπτές σε όλο το λαό οι επιπτώσεις τους στο δημόσιο χαρακτήρα της εκπαίδευσης.

Γι’ αυτό οι αγώνες μας για μια δημόσια, δωρεάν παρεχόμενη εκπαίδευση, ποιοτικά αναβαθμισμένη, που θα έχει στο επίκεντρό της την παροχή υψηλού επιπέδου εκπαίδευση για κάθε παιδί, χωρίς καμιά διάκριση, είναι περισσότερο αναγκαίοι σήμερα από ποτέ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου