Σελίδες

Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2010

ΣΤΟΧΟΣ ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΚΑΙ Ο ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ

ΣΥΝΕΡΓΑΖΟΜΕΝΕΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

ΣΤΟΧΟΣ ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΚΑΙ Ο ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ

ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ
 ΓΙΑ ΤΗΝ «ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ»

Σε μια κατ’ όνομα διαβούλευση για τη «διοικητική αναβάθμιση» της εκπαίδευσης επιδιώκει να προχωρήσει το Υπ. Παιδείας με τις εκπαιδευτικές ομοσπονδίες και άλλους αρμόδιους φορείς. Αυτό το συμπέρασμα προκύπτει, όταν η ηγεσία του υπ. Παιδείας απαιτεί εντός εννέα (!) ημερών να έχει τις θέσεις τους πάνω σε ένα τετρασέλιδο κείμενο γενικόλογων και αόριστων διατυπώσεων, από το οποίο απουσιάζουν συγκεκριμένες προτάσεις και δεσμεύσεις.
Προφανής στόχος αυτής της τακτικής της ηγεσίας του Υπ. Παιδείας είναι να περάσει στην κοινή γνώμη την εντύπωση ότι έγινε «διάλογος» και με τον τρόπο αυτό να νομιμοποιήσει προειλημμένες αντιδημοκρατικές και αντιεκπαιδευτικές αποφάσεις της. Και εξίσου προφανής αιτία της βιασύνης που επιδεικνύει είναι να προωθήσει όσο το δυνατόν συντομότερα τα μέτρα που θα οδηγήσουν σε μείωση των κρατικών δαπανών για την παιδεία.
Το κείμενο της διαβούλευσης ξεκινά με την περιγραφή της –υπαρκτής σε μεγάλο βαθμό– παθογένειας που ταλανίζει διαχρονικά την ελληνική εκπαίδευση. Αναφέρεται στο συγκεντρωτισμό, την αναποτελεσματικότητα και τις έντονες περιφερειακές ανισότητες, και επισημαίνει πως είναι ελάχιστα τα περιθώρια που παρέχονται για την ανάπτυξη δημιουργικών πρωτοβουλιών.
Έχει όμως πραγματικά την πρόθεση η κυβέρνηση να αλλάξει αυτή την αρνητική κατάσταση ή χρησιμοποιεί υπαρκτά προβλήματα ως πρόσχημα για να προωθήσει άλλες επιδιώξεις; Για να δοθεί επαρκής απάντηση σε αυτό το ερώτημα, πρέπει να διαβάσει κανείς πίσω από τις λέξεις του κειμένου. Και για να το επιτύχει αυτό, πρέπει να ανατρέξει και σε άλλα κείμενα της κυβέρνησης, που δείχνουν με σαφήνεια ποιες είναι οι προτεραιότητες και οι τελικές επιδιώξεις της.
Μια παράλληλη ανάγνωση των διατυπώσεων του κειμένου της «διαβούλευσης» με τις θέσεις άλλων επίσημων κειμένων του Υπ. Παιδείας –και όχι μόνο– αποκαλύπτει σαφώς τις πραγματικές προθέσεις του. Έτσι, η ηγεσία του υπ. Παιδείας:
·    Εμφανίζεται να θέτει σε προτεραιότητα την πάταξη του συγκεντρωτισμού και της γραφειοκρατίας, ενώ εκείνο που προωθεί είναι η ενίσχυση του ελεγκτικού και «πανοπτικού» ρόλου του υπουργείου, που θα κρατά υπό τον ασφυκτικό έλεγχό κάθε σημαντική λειτουργία του διοικητικού μηχανισμού (προγράμματα σπουδών, αξιολόγηση, χρηματοδότηση κ.λπ.).
·    Κάνει λόγο για αποκέντρωση των αρμοδιοτήτων και ενίσχυση του ρόλου των περιφερειακών δομών διοίκησης της εκπαίδευσης, ενώ ουσιαστικά θέλει να μεταφέρει κάποιες αρμοδιότητες –χωρίς όμως τους αντίστοιχους πόρους- από την κεντρική εξουσία σε μια ελεγχόμενη από τα πάνω, αυστηρά ιεραρχική, διοικητική πυραμίδα (περιφερειακούς διευθυντές, διευθυντές εκπαίδευσης και σχολικών μονάδων).
·    Μεταφέρει την αρμοδιότητα της λήψης αποφάσεων για την «ίδρυση, οργάνωση, προαγωγή, συγχώνευση μεταφορά και μετατροπή σχολικών μονάδων» στην περιφέρεια με την προφανή επιδίωξη να φορτώσει στους ελεγχόμενους περιφερειακούς διευθυντές το επαχθές έργο της συγχώνευσης και κατάργησης σχολικών μονάδων.
·         Μιλά για παράγοντες αδράνειας, όταν οι δυνάμεις που συντηρούν και αναπαράγουν ό,τι πιο αναχρονιστικό και οπισθοδρομικό έχει να παρουσιάσει η εκπαίδευσή μας, το πολυπλόκαμο πελατειακό κράτος με τους ποικίλους μηχανισμούς του, έχει ριζώσει για τα καλά παλιότερα στη «Μητροπόλεως» και σήμερα στη «Νερατζιώτισσα».
·         Αναφέρεται στην περιορισμένη παιδαγωγική υποστήριξη των εκπαιδευτικών σε επίπεδο σχολικής μονάδας. Ωστόσο, όχι μόνο δεν λαμβάνει κανένα ουσιαστικό μέτρο για τη βελτίωση της θέσης και του κύρους των εκπαιδευτικών, αλλά, αντίθετα, προωθεί την χειραγώγησή τους μέσω της «αξιολόγησης». Επιδιώκει στην ουσία να μετατρέψει τον εκπαιδευτικό σε ένα άβουλο, υποταγμένο υπάλληλο που θα εκτελεί άνωθεν εντολές και θα εφαρμόζει την επίσημη κρατική διδακτική χωρίς καμία παιδαγωγική αυτονομία.
·    Θεωρεί ως βασικό πρόβλημα του συστήματος καθοδήγησης και στήριξης του εκπαιδευτικού έργου το γεγονός ότι δήθεν δεν λειτουργεί «με ξεκάθαρους όρους, συντονισμένα και συντεταγμένα σε ένα λειτουργικό και ιεραρχικό πλαίσιο». Στην πραγματικότητα, όμως, έχει πλήρως απαξιώσει και εγκαταλείψει την αρχική εκπαίδευση και τη συνεχή επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, όπως και την ουσιαστική στήριξή τους στη σχολική μονάδα.
·    Προβάλλει την ανάγκη αυτονόμησης της σχολικής μονάδας, ενώ εκείνο που επιδιώκει είναι να ενισχύσει τη θέση του διευθυντή σε βάρος του συλλόγου διδασκόντων, «δίνοντάς του και την αντίστοιχη εξουσία», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο κείμενο της διαβούλευσης. Για μας, ο ρόλος του συλλόγου διδασκόντων πρέπει να είναι κυρίαρχος και η σχολική μονάδα να διοικείται συλλογικά.
·    Προτείνει τη συνένωση των εποπτευόμενων ιδρυμάτων (Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, Κέντρου Εκπαιδευτικής Έρευνας και Οργανισμού Επιμόρφωσης) με το πρόσχημα του εξορθολογισμού της λειτουργίας τους, αλλά στοχεύοντας ουσιαστικά στο στενότερο έλεγχο του παιδαγωγικού σχεδιασμού, της επιμόρφωσης, της αξιολόγησης και της έρευνας από την ηγεσία του υπ. Παιδείας.
·         Κατηγορεί για διεκπεραιωτικό ρόλο τα στελέχη και ιδιαίτερα τους διευθυντές των σχολικών μονάδων, τη στιγμή που το ίδιο το υπ. Παιδείας έχει εγκαταλείψει τον ουσιαστικό ρόλο του στη διαμόρφωση εκπαιδευτικής πολιτικής και έχει περιοριστεί σε απλό διεκπεραιωτή των κατευθύνσεων των Βρυξελλών - και πρόσφατα και της Τρόικας. Ταυτόχρονα, όμως, επιδιώκει να ασκεί αυστηρότερο έλεγχο στη διοικητική πυραμίδα της εκπαίδευσης.
Και μερικά εύλογα ερωτήματα που αφορούν το επίπεδο της Σχολικής Μονάδας:
·    Η «άρση των επικαλύψεων αρμοδιοτήτων του Διευθυντή με το Σύλλογο Διδασκόντων και τα λοιπά συλλογικά όργανα» τι άλλο σημαίνει παρά περιστολή των αρμοδιοτήτων του συλλόγου και ενίσχυση του ρόλου του διευθυντή;
·    Ακούγοντας για «επανεξέταση» και «εξορθολογισμό» του ωραρίου των εκπαιδευτικών τι άλλο θα μπορούσε να αναμένει κανείς παρά την ακόμη μεγαλύτερη επιβάρυνση του έργου τους, σύμφωνα με τις σχετικές κατευθύνσεις του «Μνημονίου»; Τι άλλο από τη διαιώνιση της αδιοριστίας και την ενίσχυση των ελαστικών εργασιακών σχέσεων στην εκπαίδευση;
·    Τι σημαίνει η διατύπωση του κειμένου: «Ενίσχυση της αυτονομίας των σχολικών μονάδων στον προϋπολογισμό και τη διαχείριση των πιστώσεων για λειτουργικές δαπάνες με βάση τις ανάγκες και τον προγραμματισμό της σχολικής μονάδας, όπως προκύπτει από τη διαδικασία αυτοαξιολόγησης»; Σημαίνει απλώς μια «χρηστή διαχείριση» των κρατικών πόρων ή μήπως «ό,τι δώσαμε δώσαμε, βρείτε μόνοι σας πρόσθετους πόρους»; Αν αυτό συνδυαστεί και με τις διατάξεις του νέου νόμου για τη «δια βίου μάθηση» όπου οι εκθέσεις αξιολόγησης αποτελούν στοιχείο της «λογοδοσίας» των σχολικών μονάδων, είναι κατανοητό πως οδηγούμαστε στην κατηγοριοποίηση των σχολικών μονάδων.
·    Τι σημαίνει η «σύσταση ενιαίας δομής και υπηρεσιακής λειτουργίας υποστήριξης για την Α/θμια και Β/θμια εκπαίδευση» και πώς αυτό τεκμηριώνεται επιστημονικά; Μήπως υπονοεί, εκτός των άλλων, και την εγκατάλειψη της δέσμευσης για την καθιέρωση της 12χρονης εκπαίδευσης ως υποχρεωτικής;
·    Ποιος θα πιστέψει πως ο στόχος του Υπουργείου είναι η «βέλτιστη αξιοποίηση πόρων»,  η «οικονομία μέσων» όπως διακηρύσσει, όταν από τη μια μεριά με πρόσχημα την οικονομική κρίση δρομολογούνται περικοπές σε βασικούς τομείς της εκπαίδευσης (πάγωμα διορισμών, μείωση αποδοχών εκπαιδευτικών, μείωση κονδυλίων σχολικών επιτροπών, περικοπές στις μετακινήσεις των μαθητών κ.λπ.) και από την άλλη συνεχίζεται η προκλητική διασπάθιση  χρημάτων από το πρόγραμμα του ΕΣΠΑ στο χώρο της εκπαίδευσης;
·    Ακόμα και το θετικό μέτρο της ενίσχυσης των σχολικών μονάδων με ψυχολόγους και κοινωνικούς λειτουργούς είναι ποτέ δυνατόν να υλοποιηθεί, όταν από το 1992 (!) η Πολιτεία δεν κατόρθωσε να στελεχώσει τους Συμβουλευτικούς Σταθμούς Νέων, που μέχρι σήμερα υπολειτουργούν και, πολύ περισσότερο, όταν η μείωση ρεκόρ των δαπανών για την παιδεία στο νέο προϋπολογισμό και το πάγωμα των προσλήψεων καθιστούν απαγορευτική μια τέτοια προοπτική;
Είναι καθαρό τόσο από τις διατυπώσεις του κείμενου (όσο και αν αυτές είναι αρκετά γενικόλογες) όσο και από την ασκούμενη μέχρι σήμερα πολιτική από την κυβέρνηση πως ο στόχος είναι η παραπέρα υποβάθμιση του δημόσιου σχολείου και του εκπαιδευτικού.
Είναι φανερό, λοιπόν, ότι σκοπός της διοικητικής «αναβάθμισης», όπως και συνολικά της εκπαιδευτικής πολιτικής της κυβέρνησης, είναι η προσαρμογή της εκπαίδευσης στις ανάγκες και τις απαιτήσεις της αγοράς, είναι η παραπέρα υποβάθμιση και εμπορευματοποίηση της παιδείας σύμφωνα με τις επιταγές της ΕΕ και του ΔΝΤ. Το σχολείο που προωθείται είναι ένα σχολείο φθηνό και ελεγχόμενο από την κεντρική εξουσία, υποταγμένο στις απαιτήσεις και τις ανάγκες της οικονομικής ολιγαρχίας, με μαθητές και εκπαιδευτικούς που δεν θα αμφισβητούν  ούτε θα αγωνίζονται για να αλλάξουν την ισχύουσα τάξη πραγμάτων.
Μπροστά σε αυτές τις επιδιώξεις, η απάντησή μας δεν μπορεί να είναι άλλη από τον καθολικό, ενωτικό και συντονισμένο αγώνα. Δεν μπορεί να είναι άλλη από το δυνάμωμα του αυτόνομου, μαχητικού, ριζοσπαστικού και μαζικού εκπαιδευτικού κινήματος, που θα προβάλλει και θα διεκδικεί αγωνιστικά, με ένταση και διάρκεια, την επίλυση των μικρών και των μεγάλων προβλημάτων της δημόσιας εκπαίδευσης και των εκπαιδευτικών.
Δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή καμιά «διαβούλευση» χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για την αφαίρεση των εργασιακών και εκπαιδευτικών κατακτήσεων του κλάδου μας. Δεν θα δεχτούμε καταργήσεις σχολικών μονάδων με πρόσχημα παιδαγωγικούς λόγους, όταν επιδιωκόμενος στόχος είναι η εξοικονόμηση πόρων, σύμφωνα με τις εντολές της Τρόικας.
Δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή καμιά «διαβούλευση» για μέτρα που απαξιώνουν και υποβαθμίζουν ακόμα περισσότερο το δημόσιο σχολείο, μειώνουν τις εκπαιδευτικές δαπάνες και οδηγούν σε κατηγοριοποίηση και κλείσιμο σχολικών μονάδων.
Απαιτούμε διαπραγμάτευση στη βάση των τεκμηριωμένων προτάσεων που έχει επεξεργαστεί συλλογικά το εκπαιδευτικό κίνημα.
9-12-2010
ΣΥΝΕΡΓΑΖΟΜΕΝΕΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου