ΔΙΑΛΟΓΟΣ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΙΔΕΙΑ ΠΟΥ ΘΑ ΛΥΝΕΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ
Αγαπητέ Πρόεδρε, αγαπητά μέλη
Βρισκόμαστε μπροστά στην έναρξη ενός ακόμη
εθνικού και κοινωνικού διαλόγου για την παιδεία. Είναι γεγονός αναμφισβήτητο πως το δημόσιο σχολείο και πανεπιστήμιο
υποφέρει ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια από τις ασκούμενες πολιτικές. Και
δεν μιλώ μόνο για την τελευταία πενταετία του μνημονίου, αλλά και για τα χρόνια
που προηγήθηκαν.
Η παιδεία στη χώρα μας αντιμετώπιζε πάντα τα
προβλήματα της υποχρηματοδότησης,
της άναρχης ανάπτυξης, της απαξίωσης των
εκπαιδευτικών λειτουργών αλλά και της απορρόφησης κονδυλίων χωρίς ενιαίο
προγραμματισμό. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί το πώς κατασπαταλήθηκαν
κονδύλια του ΚΠΣ, των ΕΠΕΑΚ και του ΕΣΠΑ τα προηγούμενα χρόνια, τα οποία σε
αρκετές περιπτώσεις απορροφήθηκαν σε δράσεις που καμιά σχέση δεν είχαν με τη
βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος.
Σε επίπεδο περιεχομένου τα βασικά προβλήματα
είναι τα θέματα των προγραμμάτων σπουδών
και των σχολικών βιβλίων, αλλά πριν από αυτά πρέπει να τεθεί το μεγάλο
πρόβλημα των στόχων του σχολείου και του εκπαιδευτικού μας συστήματος ευρύτερα.
Οδηγηθήκαμε σε ένα σχολείο με υπερβολικά διογκωμένη και δύσκολα
αφομοιώσιμη διδακτέα ύλη, που διαρκώς «κατέβαινε» από τις ανώτερες προς τις
κατώτερες εκπαιδευτικές βαθμίδες, με στόχο να γίνουν οι μαθητές και οι
μαθήτριες «περισσότερο ανταγωνιστικοί». Έτσι ύλη από την τριτοβάθμια «κατέβηκε»
στο λύκειο προκειμένου, σύμφωνα κυρίως με τους συντάκτες της μεταρρύθμισης του
1997, να «αναβαθμιστεί». Κάτι ανάλογο έγινε και από Λύκειο προς το Γυμνάσιο, με
αποτέλεσμα να οδηγηθούμε μαθηματικά σε μια «γυμνασιοποίηση» του Δημοτικού. Όλα αυτά πρέπει να ξαναϊδωθούν με άλλη ματιά,
έχοντας πλέον και την εμπειρία όλων αυτών των χρόνων.
Στη χώρα μας εδώ και δεκαετίες έχει αναδειχτεί
σε πρωτεύουσα αξία η πρόσβαση στην
τριτοβάθμια εκπαίδευση και η απόκτηση επίζηλου τίτλου σπουδών. Σχεδόν όλες
οι αλλαγές των τελευταίων μεταρρυθμίσεων στην εκπαίδευση σχεδιάστηκαν με αυτή
την επιδίωξη στο επίκεντρό τους. Και μάλιστα με τη λογική της περαιτέρω ενίσχυσης
της σύνδεσης των εκπαιδευτικών διαδικασιών του Λυκείου με την προοπτική της
πρόσβασης και με τελικό αποτέλεσμα την πρόσδεση της βαθμίδας του Λυκείου στο
άρμα των πανελλαδικών εξετάσεων.